προστακτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστακτικός — ή, ό / προστακτικός, ή, όν, ΝΑ, και προσταχτικός, ή, ό, Ν [προστακτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή ή αυτός που εκφράζει προσταγή, επιτακτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η προστακτική (ενν. έγκλιση) γραμμ. μία από τις τέσσερεις… … Dictionary of Greek
προστακτικά — προστακτικός of neut nom/voc/acc pl προστακτικά̱ , προστακτικός of fem nom/voc/acc dual προστακτικά̱ , προστακτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστακτικῶν — προστακτικός of fem gen pl προστακτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστακτικόν — προστακτικός of masc acc sg προστακτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστακτικώτατον — προστακτικός of masc acc superl sg προστακτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστακτικαῖς — προστακτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστακτικαί — προστακτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστακτικοῖς — προστακτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστακτικοί — προστακτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)