προστακτικός

προστακτικός
προστακτικός, -ή, -ό και προσταχτικός, -ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή, που εκφράζει προσταγή, αλλ. επιταχτικός.
2. το θηλ. ως ουσ., προστακτική έγκλιση ρήματος που εκφράζει προσταγή, προτροπή, παράκληση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προστακτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικός — ή, ό / προστακτικός, ή, όν, ΝΑ, και προσταχτικός, ή, ό, Ν [προστακτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή ή αυτός που εκφράζει προσταγή, επιτακτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η προστακτική (ενν. έγκλιση) γραμμ. μία από τις τέσσερεις… …   Dictionary of Greek

  • προστακτικά — προστακτικός of neut nom/voc/acc pl προστακτικά̱ , προστακτικός of fem nom/voc/acc dual προστακτικά̱ , προστακτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικῶν — προστακτικός of fem gen pl προστακτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικόν — προστακτικός of masc acc sg προστακτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικώτατον — προστακτικός of masc acc superl sg προστακτικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικαῖς — προστακτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικαί — προστακτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικοῖς — προστακτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικοί — προστακτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”